- μέρεσιν
- μέροςshareneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκλίζω — (Α) [κύκλος] 1. περιστρέφω 2. (ενεργ. και παθ.) περιστρέφομαι γύρω από κάτι 3. περικλείω με κύκλο («τῆς ὅλης οικουμένης, ἐν τέτταρσι κυκλιζομένης μέρεσιν, ἀνατολής, δύσεως, ἄρκτου καὶ μεσημβρίας», Αγαθαρχ.) … Dictionary of Greek
στρατεία — και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α [στρατεύω] 1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.) 2. στρατοπέδευση 3. στράτευση 4. στρατιωτική αγωγή 5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα 6. σπαν. στρατιά 7. στον πληθ. αἱ στρατεῑαι ο πόλεμος 8. φρ. α)… … Dictionary of Greek
συμπεριφύομαι — Α [περιφύομαι] συμφύομαι γύρω από κάτι («τὸ τὴν γεννωμένην [σάρκα] συμφύεσθαί τε καὶ συμπεριφύεσθαι πᾱσι τοῑς τῶν ὀστῶν μέρεσιν», Ορειβ.) … Dictionary of Greek